ἀγλαόμητις

ἀγλαόμητις
ἀγλαό-μητις, ιος, , ,
A of rare wisdom, Tryph.183, Procl.H.5.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγλαόμητις — ἀγλαόμητις ( υος), ο, η (Α) αυτός που έχει μεγάλη σοφία, συνετός, σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μῆτις] …   Dictionary of Greek

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”